Δημοκρίτῳ

Δημοκρίτῳ
Δημόκριτος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Δημοκρίτωι — Δημοκρίτῳ , Δημόκριτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακολουθώ — κατακολουθῶ, έω (AM) [κατακόλουθος] 1. ακολουθώ κάποιον καταπόδας, ακολουθώ από κοντά («ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου», ΠΔ) 2. υπακούω («κατακολουθεῑν τοῑς προστάγμασιν αὐτοῡ», ΠΔ.) αρχ. 1. είμαι οπαδός κάποιου σπουδαίου ιστορικού ή… …   Dictionary of Greek

  • συγκατορύσσω — αττ. τ. συγκατορύττω Α 1. χώνω κάτι μαζί με άλλο 2. θάβω κάποιον μαζί με άλλον («ἐφεξῆς τῷ Δημοκρίτῳ τὸν Παρμενίδην συγκατορύττειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατορύσσω «σκάβω λάκκο και χώνω κάτι μέσα, θάβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”